Τις προάλλες βρέθηκα σε ένα φιλικό brunch. 3 singles και 2 ζευγάρια. Κάποια στιγμή άρχισε ένα παιχνίδι. Ο καθένας έγραφε μια φράση σ' ένα χαρτί και μετά αυτό γινόταν μια ιστορία. Ο καθένας συνέχιζε από εκεί που είχε σταματήσει ο άλλος, χωρίς να έχει διαβάσει αυτό που έχει γράψει ο προηγούμενος. Μόνο την τελευταία λέξη. Με βάση αυτή συνέχιζε. Και η ιστορία στο τέλος μπορεί να βγήκε αλλόκοτη, αλλά εμένα απόψε μου ήρθε στο μυαλό αυτό που έβαλα εγώ στο χαρτί. Και είπα να το συνεχίσω για να μη μείνει ατέλειωτη η δική μου σκέψη. Η δική μου ιστορία.
"... τον έπιασε από το χέρι και προχώρησαν στη βροχή. Εκείνος κρύφτηκε για ώρα στην αγκαλιά του και του χάιδευε το χέρι. Μπήκαν στο αυτοκίνητο γιατί η βροχή δυνάμωνε. Τα τζάμια άρχισαν να θωλώνουν. Στο ραδιόφωνο ακούστηκε μια οικεία φωνή να λέει σ' έχω βρει και σε χάνω. Εκείνος συνέχισε να μένει στην αγκαλιά του. Διστακτικός. Κι εκείνος τον φιλούσε στο λαιμό. Από αγάπη. Μια αγάπη περίεργη, αλλόκοτη. Όπως αυτή του γονέα προς το παιδί του, που το βλέπει να μεγαλώνει και θέλει να το προστατέψει αλλά ξέρει ότι θα ανοίξει τα φτερά του και θα φύγει. Φοβόταν τη στιγμή που θα άνοιγε η πόρτα και εκείνος θα κατέβαινε. Φοβόταν τη στιγμή που θα χάνονταν όλα για πάντα. Η αγκαλιά του ήταν εκεί. Για το παιδί που θα έχανε. Και το παιδί χωνόταν όλο και πιο πολύ. Και του κρατούσε το χέρι και το χάιδευε. Μέχρι που εκείνος έσκυψε και τον φίλησε. Εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Αλλά δεν τραβήχτηκε. Ψιθύρισε απλά ένα σταμάτα, σα να ήθελε να πει, συνέχισε. Κι εκείνος προσπάθησε να τον ξαναφιλήσει. Και πάλι το ίδιο. Εκείνος παγωμένος, δεχόταν το φιλί αλλά δεν το ανταπέδιδε. Ένιωθε πως είχε πολλά να δώσει σ' αυτό το παιδί. Ένιωθε πως τον αγαπούσε. Καιρό τώρα. Μα εκείνος φοβήθηκε. Ήθελε να παίξει το παιχνίδι αλλιώς. Όμως στη ζωή δεν συμβαίνουν πάντα όσα θέλουμε, όπως τα σχεδιάζουμε. Γιατί είναι καλό να επιβεβαιώνεσαι από τους άλλους, αλλά πρέπει να ξέρεις πως έρχεται η στιγμή που πληρώνεις το τίμημα. Το φιλί είχε μια ουδέτερη γεύση. Τη γεύση της πρώτης φοράς που έμελλε να είναι η τελευταία. Εκείνος τον κοίταξε και του είπε να κατέβει. Κι εκείνος απλά σχολίασε πως δεν είναι όλα άσπρο-μαύρο. Υπάρχει και το γκρι. Ποιό είναι το γκρι σκέφτηκε. Να συμπεριφέρεσαι σα να είμαστε μαζί, αλλά να λες ότι είμαστε φίλοι; Προς στιγμήν ένιωσε ότι μπερδεύτηκε. Και πάλι όχι. Είχε δει κάτι, είχε εισπράξει κάτι για να φτάσει να τον φιλήσει. Ποιό είναι το γκρι; Η ερώτηση έμενε σε εκκρεμότητα, σαν ένα αβάσταχτο ερώτημα που δεν θέλει να απαντήσει κανείς στον εαυτό του, πόσο μάλλον να απαντήσει ο ένας στον άλλο. Αποφάσισε να ζήσει με το γκρι. Να δείξει στο παιδί πως είναι να είσαι φίλος. Η βροχή ξαφνικά σταμάτησε. Κι εκείνος έκλεισε το ραδιόφωνο. Ένιωσε την αγκαλιά του να αδειάζει, το χέρι του να μένει άδειο και την πόρτα να ανοίγει. Γειά χαρά πρόλαβε να πει. Ήξερε πως εκείνη τη στιγμή τον χαιρετούσε. Ένας αποχαιρετισμός που θα άνοιγε μια πληγή. Είχε ήδη πολλές οπότε ήξερε. Αναρωτιόταν μόνο γιατί να προκαλέσει ακόμα μία. Λίγες μέρες αργότερα θα έβρισκε την οριστική απάντηση. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που ζούσε τα πάντα με πάθος κι ένταση. Ήξερε να αναγνωρίζει τον έρωτα σε κάθετι. Τον θεωρούσε ευλογία και τον γευόταν με κάθε ευκαιρία. Κι ήξερε πως ο πόνος που του προκαλούσε ήταν ένδειξη ζωής. Ο μικρός φάνηκε ανώριμος να ζήσει μ' έναν τόσο δυνατό κι έξυπνο άνθρωπο τελικά, σκέφτηκε σε μια διαδρομή με το αυτοκίνητο και τη θέση δίπλα του άδεια. Θα ήταν η τελευταία διαδρομή του στην πόλη. Σε λίγες ώρες θα επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο. Τον περίμενε μια καινούρια αρχή, σ' έναν άλλο τόπο. Κοιτώντας από το παράθυρο τον Πύργο Ελέγχου, αναστέναξε και σκέφτηκε πόσο θα ήθελε να ήταν μαζί σ' αυτό το ξεκίνημα. Να ενώσουν τις ζωές τους, ξεχνώντας το παρελθόν. Κούνησε το κεφάλι γιατί τρόμαξε με τη σκέψη του. Αυτό ήταν έρωτας. Από εκείνους που μπορούν να σε παρασύρουν σε περίεργα μονοπάτια. Δύσβατα. Το ξανασκέφτηκε και κοίταξε μπροστά. Τέλος είπε.
Λίγους μήνες αργότερα επέστρεψε στην πόλη για να δει φίλους και να κυκλοφορήσει στα παλιά στέκια. Είχε πια άλλο αέρα. Νικητής, όπως εξάλλου ήταν φτιαγμένος για να γίνει. Είχε παλέψει και είχε νικήσει. Μαζί του κι ο νέος του σύντροφος. Αυτό ήταν είδηση. Τον είχε φέρει για να του δείξει με τα δικά του μάτια την πόλη. Ήταν τόσο ευτυχισμένος. Είχε ξεχάσει τα παλιά. Είχε πάει πολύ πιο μπροστά. Σκέφτονταν να αγοράσουν ένα νέο διαμέρισμα. Ο ήλιος τους έλουζε καθώς κυκλοφορούσαν με μια vintage vespa. Όμορφοι και οι δύο, χαμογελούσαν στους περαστικούς. Έρχονταν από έναν άλλο κόσμο. Κινηματογραφικό. Ώσπου ο μικρός βρέθηκε μπροστά τους. Εκείνος πάγωσε. Θυμήθηκε εκείνο το φιλί που ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Τα μάτια του άστραψαν. Ήταν ίδιος όπως τον θυμόταν. Στάσιμος. Χαιρετηθήκαν και καθώς εκείνος έφευγε με τη vespa τον άκουσε να του λέει θέλω να σε δω, πρέπει να σε δω. Και καθώς απομακρυνόταν του φώναξε: φοβήθηκα, συγχώρεσέ με. Εκείνος σκέφτηκε ότι πριν μερικούς μήνες έφυγε με τον πόνο. Δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να τον επιθυμεί και να τον πεθυμεί. Όμως δε μπορούσε να τον πιστέψει. Μέχρι που τον βρήκε έξω από το σπίτι του να τον περιμένει. Δεν ήξερα πως ήσουν εδώ, του είπε. Φεύγω πάλι τη Δευτέρα, απάντησε κι έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Εκείνος τον ακολούθησε. Τί θέλεις τώρα, του ψιθύρισε. Ο μικρός δεν απάντησε, έσκυψε μόνο και τον φίλησε, μα εκείνος δεν ανταποκρίθηκε. Και ο μικρός ξαναπροσπάθησε όπως έκανε εκείνος, πριν καιρό. Και ξαναπροσπάθησε. Μα δεν ανταποκρίθηκε. Τότε ο μικρός έφυγε. Κι ένα αντίο γεμάτο πόνο πλυμμήρισε το ψηλοτάβανο νεοκλασικό. Μερικές εβδομάδες αργότερα εκείνος έστειλε ένα αεροπορικό εισιτήριο σ' εκείνον μαζί με μια αράδα, αν το εννοούσες, θα σε περιμένω στο αεροδρόμιο."
P.S. 1 Ο μικρός τελικά πήρε το αεροπλάνο.
P.S. 2 Όταν συναντήθηκαν δεν αντάλλαξαν καμία κουβέντα. Όταν έφτασαν στο σπίτι του, εκείνος τον κοίταξε. Ο μικρός του είπε συγνώμη και κρύφτηκε στην αγκαλιά του. Τότε εκείνος προσπάθησε να τον φιλήσει όπως εκείνο το χειμωνιάτικο βράδυ. Ο μικρός ανταπέδωσε το φιλί και του ψιθύρισε: μου έλειψες, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Εκείνος δεν αντέδρασε, απλά τον κοίταζε. Κι εκείνος του είπε, είμαι σίγουρος. Σ' αγαπώ.